- υπεράκριος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοιοι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπεράκριαοι λοφώδεις και ορεινές περιοχές ενός τόπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἄκρη + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπ-άκρ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.